- μονογένεια
- μονογένεση ||-ις (-εως)] η биол бесполое размножение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονογένεια — μονογένεια, η και μονογένεση, η (βιολ.), η δημιουργία νέου οργανισμού με αυτόματη διαίρεση του μονοκύτταρου ζώου ή φυτού σε δύο οργανισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονογένεια — (I) η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) [μονογενής] νεοελλ. 1. βιολ. η μονογονία 2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένους αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη 2. ως ουσ. μοναδικότητα. (II) τα ζωολ.… … Dictionary of Greek